μποϊκοτάρισμα

μποϊκοτάρισμα
και μποϋκοτάρισμα, το [μποϊκοτάρω]
το μποϊκοτάζ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μποϊκοτάρω + κατάλ. -ισμα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μποϊκοτάρισμα — το το να γίνεται μποϊκοτάζ: Οι Βρετανοί διαμαρτυρήθηκαν για τον τιμάριθμο με μποϊκοτάρισμα των ξένων προϊόντων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μποϋκοτάρισμα — το βλ. μποϊκοτάρισμα …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”